- Μάνλιος
- Μάνλιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μάνλιος, Τίτος Τορκουάτος — (Manlius Imperiosus Torquatus, 4ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ο πατέρας του ήταν ο Λεύκιος Μάνλιος Καπιτωλίνος. Το επώνυμό του μάλλον τού αποδόθηκε όταν αφαίρεσε από ένα Γαλάτη, τον οποίο νίκησε σε μονομαχία κοντά στη γέφυρα του ποταμού Ανιένε,… … Dictionary of Greek
Μάνλιος, Καπιτωλίνος Μάρκος — (Marcus Manlius Capitolinus, ; – 382 π.Χ.) Ρωμαίος πατρίκιος. Όταν οι Γαλάτες είχαν καταλάβει τη Ρώμη, το 390 π.Χ., ο Μ. υπερασπίστηκε και έσωσε το Καπιτώλιο. Η παράδοση αναφέρει ότι ένα βράδυ τον ξύπνησαν οι φωνές από κάποιες χήνες και έτσι… … Dictionary of Greek
Μάνλιον — Μάνλιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)